- άλσος
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 313 κάτ.), στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συμπολιτείας.
* * *το (Α ἄλσος)μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτοςνεοελλ.μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για περίπατο, πάρκοαρχ.1. δάσος ιερό, αφιερωμένο στους θεούς (πρβλ. τέμενος)2. οποιοσδήποτε χώρος, ακόμη και δίχως δέντρα, που ανήκει στους θεούς3. «Μαραθώνιον ἄλσος», η πεδιάδα τού Μαραθώνα που τή θεωρούσαν ιερή, λόγω τής γνωστής μάχης«πόντιον ἄλσος», θαλασσινό λιβάδι, δηλ. θάλασσα, ωκεανός4. στη μυκην. η λ. μαρτυρείται με το τοπωνύμιο Ἄλσος*.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο συσχετισμός της λ. με το ιερό της Ολυμπίας Ἄλτις οδηγεί στη σύνδεσή της με Τ. *ἀλτ-yo. Σύμφωνα με άλλη άποψη η λ. ἄλσος συνδέεται με ρίζα ἀλ- «τρέφω» (πρβλ. και ἀλδαίνω, ἀλθαίνω), ετυμολογία που δεν ικανοποιεί σημασιολογικά.ΠΑΡ. αλσώδηςαρχ.ἀλσηίς, ἄλσωμα, ἀλσώνμσν.ἀλσαῖος νεοελλ. αλσύλλιο.ΣΥΝΘ. αλσοκόμοςνεοελλ.αλσοβριθής, αλσοδίαιτος, αλσόπολη, αλσοφύλαξ].
Dictionary of Greek. 2013.